εστιουχος

εστιουχος
    ἑστιοῦχος
    ἑστι-οῦχος
    2
    1) охраняющий домашний очаг, хранитель(ница)
    

(Δημήτηρ ἑ. Ἐλευοῖνος χθονός Eur.; ἑ. καὴ θεραπευτές ὁσίων τε καὴ ἱερῶν Plat.)

    2) имеющий свой алтарь, обладающий святилищем, священный
    

(γαῖα Aesch.; πόλις Soph.)

    3) имеющий очаг
    

(αὐλή Eur.)

    4) горящий на очаге или алтаре
    

(πῦρ Plut.)

    5) дающий пир, т.е. хозяин дома Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εστιουχος" в других словарях:

  • εστιούχος — ἑστιοῡχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την εστία (τον οίκο ή κάποιον τόπο), ο πολιούχος («Δήμητερ ἑστιοῡχ Ἐλευσῑνος χθονός», Ευρ.) 2. αυτός που έχει βωμό ή εστία 3. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία ή στον βωμό 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ἑστιοῦχος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιοῦχον — ἑστιοῦχος masc/fem acc sg ἑστιοῦχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιούχοις — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut dat pl ἑστιού̱χοις , ἑστιοῦχος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιούχου — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut gen sg ἑστιού̱χου , ἑστιοῦχος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιούχων — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut gen pl ἑστιού̱χων , ἑστιοῦχος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιούχῳ — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut dat sg ἑστιού̱χῳ , ἑστιοῦχος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιοῦχοι — ἑστιοῦχος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιοῦχ' — ἑστιοῦχα , ἑστιοῦχος neut nom/voc/acc pl ἑστιοῦχε , ἑστιοῦχος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • εστιουχώ — ἑστιουχῶ, έω (Α) [εστιούχος] 1. έχω, κατέχω την εστία 2. μτφ. είμαι προστάτης, κυβερνήτης, προΐσταμαι, εποπτεύω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»